ξαντόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξαντόν < από το ξανταίνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξαντόν αρσενικό ή ουδέτερο και ξαντός
- νήμα που αποσπάται από μεταχειρισμένο λινό ύφασμα για την επίδεση πληγών, κν μοτός
- ↪ «...έχω κι εγώ λινό πανί σαρανταπέντε πήχες, όλο μουρτάρια και ξαντά στου δίγνωμου τη σάρκα...» ([[:s:Η κατάρα της απαρνημένης|Η κατάρα της απαρνημένης}}, δημοτικό τραγούδι)»