ξεμωραίνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kse.moˈɾe.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐μω‐ραί‐νο‐μαι

ξεμωραίνομαι, π.αόρ.: ξεμωράθηκα, μτχ.π.π.: ξεμωραμένος, (ενεργ.: ξεμωραίνω)

  • παθητική φωνή του ρήματος ξεμωραίνω → δείτε και την κλίση 
    έχει αρχίσει να ξεμωραίνεται· σαλιαρίζει, χαριεντίζεται, και παλιμπαιδίζει