ξενοδουλευτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξενοδουλευτής οι ξενοδουλευτές
      γενική του ξενοδουλευτή των ξενοδουλευτών
    αιτιατική τον ξενοδουλευτή τους ξενοδουλευτές
     κλητική ξενοδουλευτή ξενοδουλευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξενοδουλευτής < ξενοδουλεύω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ξενοδουλευτής αρσενικό και ξενοδουλεύτρα το θηλυκό

  1. ο μεροκαματιάρης, που δεν έχει δική του επιχείρηση ή περιουσία και ζει δουλεύοντας μεροκάματο σε ξένες δουλειές
  2. (παρωχημένο) ο εργαζόμενος σε ξένα εμπορικά ή στη γη γαιοκτημόνων

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]