ξεντύνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ξεντύνομαι, π.αόρ.: ξεντύθηκα, μτχ.π.π.: ξεντυμένος, (ενεργ.: ξεντύνω)
ξεντύνομαι, π.αόρ.: ξεντύθηκα, μτχ.π.π.: ξεντυμένος, (ενεργ.: ξεντύνω)