ξετυλίγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξετυλίγω < ξε + τυλίγω

ξετυλίγω

  1. εκτυλίσσω, ένα καρούλι, ένα μασούρι, μία κλωστή, ένα νήμα
  2. ανοίγω μια συσκευασία, ένα δώρο πακεταρισμένο, συσκευασμένο, τυλιγμένο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]