ξεφωνώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεφωνώ < μεσαιωνική ελληνική από τον αόριστο ἐξεφώνησα < (ελληνιστική κοινή) ἐκφωνέω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεφωνώ
- φωνάζω δυνατά
- (λαϊκότροπο) αποδοκιμάζω
→ δείτε τη λέξη ξεφωνίζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεφωνάω - ξεφωνώ | ξεφωνούσα | θα ξεφωνάω - ξεφωνώ | να ξεφωνάω - ξεφωνώ | ξεφωνώντας | |
β' ενικ. | ξεφωνάς | ξεφωνούσες | θα ξεφωνάς | να ξεφωνάς | ξεφώνα - ξεφώναγε | |
γ' ενικ. | ξεφωνάει - ξεφωνά | ξεφωνούσε | θα ξεφωνάει - ξεφωνά | να ξεφωνάει - ξεφωνά | ||
α' πληθ. | ξεφωνάμε - ξεφωνούμε | ξεφωνούσαμε | θα ξεφωνάμε - ξεφωνούμε | να ξεφωνάμε - ξεφωνούμε | ||
β' πληθ. | ξεφωνάτε | ξεφωνούσατε | θα ξεφωνάτε | να ξεφωνάτε | ξεφωνάτε | |
γ' πληθ. | ξεφωνάν(ε) - ξεφωνούν(ε) | ξεφωνούσαν(ε) | θα ξεφωνάν(ε) - ξεφωνούν(ε) | να ξεφωνάν(ε) - ξεφωνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεφώνησα | θα ξεφωνήσω | να ξεφωνήσω | ξεφωνήσει | ||
β' ενικ. | ξεφώνησες | θα ξεφωνήσεις | να ξεφωνήσεις | ξεφώνα - ξεφώνησε | ||
γ' ενικ. | ξεφώνησε | θα ξεφωνήσει | να ξεφωνήσει | |||
α' πληθ. | ξεφωνήσαμε | θα ξεφωνήσουμε | να ξεφωνήσουμε | |||
β' πληθ. | ξεφωνήσατε | θα ξεφωνήσετε | να ξεφωνήσετε | ξεφωνήστε | ||
γ' πληθ. | ξεφώνησαν ξεφωνήσαν(ε) |
θα ξεφωνήσουν(ε) | να ξεφωνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεφωνήσει | είχα ξεφωνήσει | θα έχω ξεφωνήσει | να έχω ξεφωνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεφωνήσει | είχες ξεφωνήσει | θα έχεις ξεφωνήσει | να έχεις ξεφωνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεφωνήσει | είχε ξεφωνήσει | θα έχει ξεφωνήσει | να έχει ξεφωνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεφωνήσει | είχαμε ξεφωνήσει | θα έχουμε ξεφωνήσει | να έχουμε ξεφωνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεφωνήσει | είχατε ξεφωνήσει | θα έχετε ξεφωνήσει | να έχετε ξεφωνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεφωνήσει | είχαν ξεφωνήσει | θα έχουν ξεφωνήσει | να έχουν ξεφωνήσει |
|