ξύλευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξύλευση | οι | ξυλεύσεις |
γενική | της | ξύλευσης* | των | ξυλεύσεων |
αιτιατική | την | ξύλευση | τις | ξυλεύσεις |
κλητική | ξύλευση | ξυλεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ξυλεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξύλευση < (καθαρεύουσα) ξύλευσις < ξυλεύομαι + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξύλευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ξυλεύομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξύλευση
|