ολμοστοιχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ολμοστοιχία < ὁλμοστοιχία στην καθαρεύουσα < ὅλμος + -στοιχία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ολμοστοιχία θηλυκό
- λέξη που χρησιμοποιούσαν στις αρχές του 20ου αιώνα για την πυροβολαρχία, τη συστοιχία όλμων