ομογαμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομογαμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική homogamy + -ία < αρχαία ελληνική ὁμόγαμος[1] < ὁμοῦ + γάμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ομογαμία θηλυκό
- (βοτανική) γονιμοποίηση λουλουδιού με γύρη από το ίδιο το φυτό
- (κοινωνιολογία) γάμος μεταξύ ατόμων που ανήκουν στην ίδια οικονομική ή κοινωνική τάξη ή έχουν παρόμοιο μορφωτικό επίπεδο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ ὁμόγαμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Κοινωνιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)