ομόσπονδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομόσπονδος < αρχαία ελληνική ὁμόσπονδος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fédéré)
Επίθετο
[επεξεργασία]ομόσπονδος
- που είναι τμήμα μιας ομοσπονδίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ομοσπονδία
- ομοσπονδιακά
- ομοσπονδιακός
- συνομοσπονδία
- συνομοσπονδιακός
- → δείτε τις λέξεις ομού και σπονδή
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- σύσπονδος (με την αρχαιοελληνική έννοια)