ορεογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορεογραφία | οι | ορεογραφίες |
γενική | της | ορεογραφίας | των | ορεογραφιών |
αιτιατική | την | ορεογραφία | τις | ορεογραφίες |
κλητική | ορεογραφία | ορεογραφίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορεογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική oréographie < ορεο- + -γραφία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ορεογραφία θηλυκό
- (γεωγραφία) κλάδος της φυσικής γεωγραφίας που ασχολείται με τα βουνά
Παράγωγα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορεογραφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ορεο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γραφία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)