ορεογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορεογραφικός < ορεογραφ-ία + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ορεογραφικός
- που έχει σχέση με την ορεογραφία
- Επίρρημα: ορεογραφικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορεογραφικός