ορκίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ορκίζω < αρχαία ελληνική ὁρκίζω < ὅρκος

ορκίζω (παθητική φωνή: ορκίζομαι

  1. παρευρίσκομαι στη διαδικασία / τελετή ορκωμοσίας κάποιου, εκφωνώ τον όρκο ή επιτηρώ τη διαδικασία
  2. προτρέπω κάποιον ή τον αναγκάζω να ορκιστεί, να πάρει όρκο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]