ουλτιμάτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ουλτιμάτο < → δείτε τη λέξη ουλτιμάτουμ και τη λατινική ultimatum
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ουλτιμάτο ουδέτερο
- ελληνοποιημένη μορφή του άκλιτου ουλτιμάτουμ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ουλτιμάτο
|