πέραμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πέραμα | τα | περάματα |
γενική | του | περάματος | των | περαμάτων |
αιτιατική | το | πέραμα | τα | περάματα |
κλητική | πέραμα | περάματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πέραμα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πέραμα[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpe.ɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέ‐ρα‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πέραμα ουδέτερο
- (σπάνιο) το πέρασμα, ιδίως η διάβαση καθώς και το σημείο από το οποίο αυτή γίνεται
- ※ Ἄνω τοῦ ζυγώματος τούτου ὑπῆρχε πάτημα ἡμισείας παλάμης τὸ πλάτος, ὅλον δὲν τὸ πέραμα ἧτο τριῶν ἢ τεσσάρων βημάτων. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα, Κεφάλαιο ΙΖ (1903))
- (παρωχημένο) είδος βάρκας ή σχεδίας που χρησιμοποιείται ως πορθμείο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Πέραμα (τοπωνύμιο)
- περαματάρης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πέραμα
→ δείτε τη λέξη πέρασμα |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πέραμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
περᾱμᾰτ | ||||||||
ονομαστική | τὸ | πέραμᾰ | τὰ | περάμᾰτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | περάμᾰτος | τῶν | περαμᾰ́των | ||||
δοτική | τῷ | περάμᾰτῐ | τοῖς | περάμᾰσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | πέραμᾰ | τὰ | περάμᾰτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | πέραμᾰ | περάμᾰτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περάμᾰτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | περαμᾰ́τοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πέραμα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική περάω + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πέραμα ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) πέρασμα προς την απέναντι πλευρά
Πηγές
[επεξεργασία]- πέραμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ὄνομα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄνομα' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -μα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)