περαματάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περαματάρης οι περαματάρηδες
      γενική του περαματάρη των περαματάρηδων
    αιτιατική τον περαματάρη τους περαματάρηδες
     κλητική περαματάρη περαματάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περαματάρης < περαματ + -άρης[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pe.ɾa.maˈta.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρα‐μα‐τά‐ρης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

περαματάρης αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]