παλαιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παλαιότητα < αρχαία ελληνική παλαιότης < παλαιός + -ότης / -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παλαιότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του παλαιού, του παλιού
- το κιτρίνισμα σε μια φωτογραφία είναι μια ένδειξη για την παλαιότητά της
- το χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει από τότε που κάτι δημιουργήθηκε μέχρι σήμερα
- οι φόροι για τα ακίνητα εξαρτώνται από την παλαιότητά τους
- (για εργαζόμενους) η μεγάλη προϋπηρεσία
- με τον νέο νόμο η παλαιότητα δεν είναι πια το μοναδικό κριτήριο για την βαθμολογική εξέλιξη των δημοσίων υπαλλήλων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παλαιότητα