παλιόκρασο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παλιόκρασο < παλιο- + κρασί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παλιόκρασο ουδέτερο

  1. κρασί κακής ποιότητας
    μας υποσχέθηκαν ότι θα πιούμε ένα παλιό καλό κρασί, αλλά μας σέρβιραν ένα παλιόκρασο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]