vinasse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
vinasse vinasses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vinasse (fr) θηλυκό

  1. (τεχνολογία) υγρό υπόλειμμα οινοπνευματωδών ποτών· υπόλειμμα της παραγωγής ζάχαρης
  2. το παλιόκρασο