παράδοξα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παράδοξα < παράδοξος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

παράδοξα

  1. με παράδοξο τρόπο
    ήταν παράδοξα χαριτωμένος ο τρόπος που έτρεμε το χείλι της

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]