παρακμασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]παρακμασμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παρακμάζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρακμασμένος
|