παρηκμασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρηκμασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου παρακμάζω
Μετοχή
[επεξεργασία]παρηκμασμένος, -η, -ο
- που έχει παρακμάσει, έχει αρχίσει με τη μεταφορική έννοια να αποσυντίθεται, που παρουσιάζει σημεία παρακμής
- Η παρηκμασμένη ρωμαϊκή αυτοκρατορία