παρασκευαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρασκευαστικός < αρχαία ελληνική παρασκευαστικός < παρασκευάζω
Επίθετο
[επεξεργασία]παρασκευαστικός
- που έχει σχέση με την παρασκευή ή τον παρασκευαστή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρασκευαστικός
|