παραστέκομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παρασταίνομαι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραστέκομαι < παραστέκω: παρα- + μεσαιωνική ελληνική στέκω, στέκομαι. [1] Βλ. και το λόγιο παρίσταμαι[2]

παραστέκομαι (αόριστος παραστάθηκα)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη στέκομαι, αλλά χωρίς μετοχή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]