συμπαραστέκομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμπαραστέκομαι < συμπαρίσταμαι προσαρμοσμένο στη δημοτική (όπως παρίσταμαι > παραστέκομαι)

συμπαραστέκομαι (αόριστος συμπαραστάθηκα - αμετάβατο, αποθετικό)

→ δείτε τη λέξη στέκομαι (χωρίς μετοχή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]