παρατεταμένα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρατεταμένα < παρατεταμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρατείνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ɾa.te.taˈme.na/

Επίρρημα

[επεξεργασία]

παρατεταμένα

το τηλέφωνο χτυπούσε παρατεταμένα (για αρκετή ώρα)
πάτα παρατεταμένα το κουδούνι ή το πλήκτρο (όχι φευγαλέα ή στιγμιαία ή απλώς έντονα και δυνατά)

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

παρατεταμένα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]