παρατεταμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρατεταμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρατείνω
Μετοχή
[επεξεργασία]παρατεταμένος, παρατεταμένη, παρατεταμένο
- παρατεταμένες βροχοπτώσεις
- παρατεταμένη καλοκαιρία (και παρατεινόμενη)
- παρατεταμένο χειροκρότημα