παραφάρμακο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παραφάρμακο | τα | παραφάρμακα |
γενική | του | παραφάρμακου & παραφαρμάκου |
των | παραφάρμακων & παραφαρμάκων |
αιτιατική | το | παραφάρμακο | τα | παραφάρμακα |
κλητική | παραφάρμακο | παραφάρμακα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈfaɾ.ma.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐φάρ‐μα‐κο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραφάρμακο ουδέτερο
- νόμιμη ουσία που πωλείται στα φαρμακεία, αλλά δεν θεωρείται επισήμως φάρμακο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραφάρμακο
|