παραφαρμακευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραφαρμακευτικός < παρα- + φαρμακευτικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɾa.faɾ.ma.ce.ftiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐φαρ‐μα‐κευ‐τι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]παραφαρμακευτικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) ο σχετικός με το παραφάρμακο
- ↪παραφαρμακευτική ουσία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραφαρμακευτικός
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr