παραχέζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραχέζω < παρα- + χέζω

παραχέζω, αόρ.: παράχεσα (χωρίς παθητική φωνή)

  • (χυδαίο) το παρακάνω
    το παράχεσες!
    ※  Τώρα όμως το είχε παραχέσει, είχε παραδοθεί ολοκληρωτικά στη γνώμη μου, θα έκανε οτιδήποτε του έλεγα χωρίς να το φιλτράρει καν. Μου άρεσε αυτό, αλλά κάπου με ξενέρωνε κιόλας να τον βλέπω τόσο άβουλο και τόσο υποχείριο κάποιου (Βασίλης Παπαθεοδώρου, Τη νύχτα που έσβησαν τ' αστέρια, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]