παρερμήνευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρερμήνευση | οι | παρερμηνεύσεις |
γενική | της | παρερμήνευσης* | των | παρερμηνεύσεων |
αιτιατική | την | παρερμήνευση | τις | παρερμηνεύσεις |
κλητική | παρερμήνευση | παρερμηνεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρερμηνεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρερμήνευση < μεσαιωνική ελληνική παρερμήνευσις < ελληνιστική κοινή παρερμηνεύω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρερμήνευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παρερμηνεύω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρερμήνευση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)