παρερμηνεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρερμηνεύω < ελληνιστική κοινή παρερμηνεύω

παρερμηνεύω (παθητική φωνή: παρερμηνεύομαι)

  1. ερμηνεύω κάτι με λάθος τρόπο, καταλήγοντας έτσι σε λάθος συμπεράσματα
  2. αντιλαμβάνομαι κάτι λάθος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]