παρθενοκαρπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρθενοκαρπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parthenocarpy < αρχαία ελληνική παρθένος + καρπός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρθενοκαρπία θηλυκό
- (βοτανική) ανάπτυξη καρπού χωρίς γονιμοποίηση
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Parthenocarpy στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρθενοκαρπία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)