πεντακάθαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pen.daˈka.θa.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ντα‐κά‐θα‐ρος
Επίθετο
[επεξεργασία]πεντακάθαρος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) πάρα πολύ καθαρός (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
Παράγωγα
[επεξεργασία]- πεντακάθαρα (επίρρημα)