πεντόβολα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα πεντόβολα
      γενική των πεντόβολων
    αιτιατική τα πεντόβολα
     κλητική πεντόβολα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πεντόβολα < πληθυντικός αριθμός του πεντόβολο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /penˈdo.vo.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ντό‐βο‐λα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πεντόβολα ουδέτερο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

πεντόβολα ουδέτερο