περιγραφέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιγραφέας < περιγραφ(ή) + -έας (δείτε και την ελληνιστική περιγραφεύς), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική descriptor (αυτό που περιγράφει) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περιγραφέας αρσενικό
- (πληροφορική) πρόγραμμα/αλγόριθμος περιγραφής
- περιγραφική παράμετρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιγραφέας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αμφορέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έας (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)