περιηγούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιηγούμαι < αρχαία ελληνική περιηγέομαι / περιηγοῦμαι < ἡγέομαι / ἡγοῦμαι
Ρήμα
[επεξεργασία]περιηγούμαι
- ταξιδεύω σε έναν ξένο τόπο και τριγυρίζω είτε για αναψυχή είτε για μελέτη των μνημείων, του τρόπου ζωής των κατοίκων κ.λπ.
- περιηγήθηκε όλα τα χωριά της Πελοποννήσου (Προσοχή: δε λέμε «περιηγήθηκε σε»)
- (πληροφορική) χρησιμοποιώ το διαδίκτυο (σερφάρω)
- περιηγείται στο ίντερνετ για ώρες
Συγγενικά
[επεξεργασία]- περιήγηση
- περιηγητής
- περιηγητισμός
- περιηγητικός
- περιηγήτρια
- → δείτε τις λέξεις περί και ηγούμαι