περιθύρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περιθύρωμα ουδέτερο
- (λόγιο) άλλη μορφή του θύρωμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη θύρα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιθύρωμα
|