πηγαδάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πηγαδάς | οι | πηγαδάδες |
γενική | του | πηγαδά | των | πηγαδάδων |
αιτιατική | τον | πηγαδά | τους | πηγαδάδες |
κλητική | πηγαδά | πηγαδάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πηγαδάς < πηγάδι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πηγαδάς αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πηγάδι