φρεατωρύχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φρεατωρύχος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φρεατωρύχος αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φρεατωρύχος
→ δείτε τη λέξη πηγαδάς |