πηδαλιουχούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πηδαλιουχούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος πηδαλιουχώ
Μετοχή
[επεξεργασία]πηδαλιουχούμενος, -η, -ο
- που μπορεί να κατευθυνθεί με πηδάλιο