πιανίσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιανίσιμο < (άμεσο δάνειο) ιταλική pianissimo, υπερθετικός βαθμός του piano
Επίρρημα
[επεξεργασία]πιανίσιμο
- (μουσική) πολύ σιγανά
- σύμβολο ένδειξης σε παρτιτούρες, το πλάγιο pp
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πιανισίσιμο (ακόμα πιο σιγανά)
→ και δείτε τη λέξη πιάνο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πιανίσιμο