piano

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
piano pianos

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

piano (en)



Επίρρημα

[επεξεργασία]

piano (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
piano pianos

piano (fr) αρσενικό

  1. (μουσικό όργανο) το πιάνο
  2. (μουσική) το μέρος ενός μουσικού κομματιού που παίζεται σιγά

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Επίθετο

[επεξεργασία]

piano (it)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

piano (it)

  1. σιγανά, απαλά
     αντώνυμα: forte
  2. (μουσική) ένδειξη σε παρτιτούρες που ζητά σιγανό ήχο
    σύμβολο, το πλάγιο p

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
piano piani

piano (it)

  1. σχέδιο εργασίας
  2. σχέδιο κτιρίου
  3. (μουσικό όργανο) σύντμηση του pianoforte
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ:
    νέα ελληνικά: πιάνο
    αγγλικά: piano
    γαλλικά: piano

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

piano (pt)