piano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
piano | pianos |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]piano (en)
- (μουσικό όργανο) το πιάνο
- ↪ She played piano with the accompaniment of an orchestra.
- Έπαιξε πιάνο με συνοδεία ορχήστρας.
- ↪ She played piano with the accompaniment of an orchestra.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]piano (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
piano | pianos |
piano (fr) αρσενικό
- (μουσικό όργανο) το πιάνο
- (μουσική) το μέρος ενός μουσικού κομματιού που παίζεται σιγά
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]piano (it)
Επίρρημα
[επεξεργασία]piano (it)
- σιγανά, απαλά
- (μουσική) ένδειξη σε παρτιτούρες που ζητά σιγανό ήχο
- σύμβολο, το πλάγιο p
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
piano | piani |
piano (it)
- σχέδιο εργασίας
- σχέδιο κτιρίου
- (μουσικό όργανο) σύντμηση του pianoforte
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]piano (pt)
- (μουσικό όργανο) το πιάνο
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Μουσικά όργανα (αγγλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Επιρρήματα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Μουσική (γαλλικά)
- Οικείοι όροι (γαλλικά)
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Μουσικά όργανα (γαλλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Επίθετα (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Επιρρήματα (ιταλικά)
- Μουσική (ιταλικά)
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Μουσικά όργανα (ιταλικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (ιταλικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πορτογαλικά)
- Μουσικά όργανα (πορτογαλικά)