πιπίνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιπίνι τα πιπίνια
      γενική του πιπινιού των πιπινιών
    αιτιατική το πιπίνι τα πιπίνια
     κλητική πιπίνι πιπίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πιπίνι < πιπίζω + -νι < (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πιπίνι ουδέτερο

  1. περιστεράκι
     συνώνυμα: πιτσούνι
  2. (μεταφορικά) νεαρό όμορφο κορίτσι
  3. το επιστόμιο των πνευστών

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • ο Μπαμπινιώτης το γράφει με δύο π: πιππίνι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]