πιπερόριζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pi.peˈɾo.ɾi.za/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πιπερόριζα θηλυκό
- (φυτό) πολυετές φυτό με κονδυλώδες ρίζωμα (Zingiber officinale)
- (γαστρονομία) η ρίζα του παραπάνω φυτού, που αναδύει πικάντικο λεμονοειδές άρωμα και χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό αλλά και στη φαρμακευτική