πλακάτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλακάτο τα πλακάτα
      γενική του πλακάτου των πλακάτων
    αιτιατική το πλακάτο τα πλακάτα
     κλητική πλακάτο πλακάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλακάτο < ιταλική placcato[1] < placcare < γαλλική plaquer < plaque < πρωτογερμανική *plaggą

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλακάτο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. πλακάτοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)