πλανάται στον αέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλανάται στον αέρα < → δείτε τη λέξη πλανάται, απρόσωπο τρίτο πρόσωπο του πλανώμαι, στον & αέρα, αιτιατική ενικού του αέρας
Έκφραση
[επεξεργασία]πλανάται στον αέρα
- (μεταφορικά) υπάρχουν φήμες, διαδόσεις
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλανάται στον αέρα
|