πλανώμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πλανῶμαι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλανώμαι < παθητική φωνή του ρήματος πλανώ, αρχαία ελληνική πλανάομαι / πλανῶμαι, μέση φωνή του πλανάω / πλανῶ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /plaˈno.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλα‐νώ‐μαι

πλανώμαι/πλανιέμαι, π.αόρ.: πλανήθηκα, μτχ.π.π.: πεπλανημένος, (ενεργ.: πλανώ) συνήθως στην παθητική φωνή

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]