πλαστουργώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλαστουργώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλαστουργῶ, συνηρημένος τύπος του πλαστουργέω[1] [2] < πλαστουργός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pla.stuɾˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλα‐στουρ‐γώ

πλαστουργώ, αόρ.: πλαστούργησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.