πλειοδοσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλειοδοσία < πλειο- + -δοσία[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Höchstgebot[1] [2])
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλειοδοσία θηλυκό
- (οικονομία, νομικός όρος) η υψηλότερη προσφερόμενη τιμή για την απόκτηση ενός αγαθού ή υπηρεσίας σε δημοπρασία, πλειοδοτικό διαγωνισμό κ.λπ. καθώς και η διαδικασία προσφοράς της
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις πλειοδότης, πλέον και δίνω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλειοδοσία
- ↑ 1,0 1,1 πλειοδοσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πλειοδοσία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πλειο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δοσία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)